αιδοιώδης

αιδοιώδης
αἰδοιώδης, -ες (Α) [aἰδοῑον]
ο όμοιος με αιδοίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἰδοιώδη — αἰδοιώδης like the neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰδοιώδης like the masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰδοιώδης like the masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιῶδες — αἰδοιώδης like the masc/fem voc sg αἰδοιώδης like the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”